- μπεζερώ
- -άωβλ. μπεζερίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπεζερίζω — και μπεζέρω και μπεζερώ, άω 1. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι, υποβάλλομαι σε κόπους και δυσκολίες 2. (κατ επέκτ.) εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά, αποκάμνω, βαριεστίζω, βαριέμαι 3. δυσφορώ με κάποιον ή με κάτι 4. (ως τριτοπρόσ.) μπεζερίζει γίνεται… … Dictionary of Greek